βρεχει.


Πάνω στις στέγες, είχε πετάξει η μάνα σου τα παλιά παιχνίδια.
Πέρασαν χρόνια.
Μεγάλωσες κι αρχισες να σκαρφαλώνεις.Εφτασες κι είδες για πρώτη φορά από ψηλά το μικρό σας σπίτι (κόσμος ολόκληρος παλιά). Κοίταξες κι αλλου,κοίταξες πίσω.
Ετσι πέρναγαν οι μέρες και οι νύχτες κι ακόμη αλλού να στρέψεις το βλέμμα δεν μπορούσες. 
Και ήρθε η βροχή.
Εκείνη που εσπασε τα κεραμίδια, αυτή που σε άφησε να πατάς στα μουσκεμένα μαδέρια της βάσης σου. Και κρύωσες, φοβήθηκες-και έπαψες πίσω να κοιτάς.Πάνω , ψηλά γύρισες τα ματια και από τότε έμεινες εκεί-για χρόνια , αιώνες -να κοιτάς τα σύννεφα που τρέχουν πάνω από εσένα και τον χαλασμένο σου κόσμο.

1 comment:

vagmood said...
This comment has been removed by a blog administrator.

older posts