Ιδρωμένη Ψυχή Μέσα
 
Σε γυάλινο Όνειρο

Λίγο Πρίν
 
Την Αυγή

Μαζεύεται
 
Από Το Φόβο

Του Κρότου.





photo by Ion



Ξ.Τ.


Σ
τάθηκε εκεί -απέναντί του.
Σα Μαύρο πανί , έτοιμο να το παρασύρει ο αέρας-
το τελευταίο του σημάδι ανάμεσα στη ζωή και το σκοτάδι.

Κόρη ευγενική, με κόκκινα μάτια- λυτρωμένη από τον πρωϊνό αέρα του πρώϊμου καλοκαιριού.


Μέσα στη  αγκαλιά μου απλώνομαι.
Θάλασσα ζεστη γυαλίζω τα κοχύλια μου
και απο το τέλος της αχτίδας αντανακλώ την έρημο.
Πάνω σε χρόνους άχρονους αλλάζω επιφάνειες κάθε λεπτό 
και κάθε λεπτό είμαι άλλη- 
-απο την ίδια σύσταση.

Δεν αναπνέω-
απλώνομαι -
από τη μια άκρη μου στην άλλη 
ανακαλύπτω
καταπίνοντας λίγη ακόμη στεριά- 
-στεγνή-
αφήνω να ζήσουν μέσα μου όλες οι εικόνες
-λίγο αλλιώς-
υδάτινα ντυμένες
απο το υγρό στην άκρη των βλεφάρων.


Ήχος σπίρτου.
μυρίζει η ψυχή θειάφι.
Τα παιδιά κοιμούνται κι εγώ στα κρυφά κλέβω μια ανάσα καπνού όπως όταν έκανα τα πρώτα μου τσιγάρα.

Ο μικρός κλαίει.

Το τσιγάρο μόνο του, στο αυτοσχέδιο τασάκι - αγχωμένα ελεύθερο- θυμάται τα όνειρα των χειλιών μου όταν έβγαινα με ορμή στη ζωή.

Είμαι παιδί- έφηβη -ζωντανή-
είμαι αυτή που φωνάζουν μαμά.

Το χθές μπλέκει το παρόν μου
ή εγώ είμαι το χθές και το σήμερα δεν μπορεί να με αφομοιώσει.



older posts