Κρύα αυγή.

όλοι κοιμούνται.

Και έχει αυτήν την απουσία ήχων,

που σου ζητάει να βάλεις την ένταση στο μηδέν-

καθώς ακούει κάθε σου σκέψη

και αναγνωρίζει την περίεργη χροιά σου. 

Τελευταία λατρεύω τα πρωϊνά μου ξενύχτια. Η υφή αυτού του αέρα μου θυμίζει ταξίδια. 
Είμαι λέει στο λιμάνι - με τον καφέ στο χέρι και περιμένω να έρθει το πλοίο. 
Είμαι λέει σε μια βάρκα- τα πόδια μου βρεγμένα- ο πατέρας βάζει μπροστά την μηχανή και ταξιδεύουμε για τη ψαριά μας.
Είμαι λέει παιδί-τα πράγματα μαζεμένα από το βράδυ- μαζί με τα αδέρφια στριμωγμένοι στο παλιό αμάξι- έτοιμοι για δεκαπενταύγουστο στο μακρινό χωριό.
Η αυγή έχει αυτή τη ψύχρα που μου θυμίζει άρωμα. 
Σαν τα αρώματα αυτά που μόλις τυχαία τα συναντήσεις- χιλιάδες ανακατεμένες μα αληθινές εικόνες αναβλύζουν από το πίσω μέρος του μυαλού σου.

Και είναι σαν να σταματάει ο χρόνος με το κρύο της αυγής.
όπως και σήμερα,
όπως και πρίν χρόνια,
που κρύωνα -και από την ζέστη  του ύπνου ετοιμαζόμουν να βγώ για να ζήσω.

Πρέπει να πάρω κάποιες αποφάσεις-
και είναι καλό που είναι πρωί- και έχει κρύο.


Θα κάνεις μια έκθεση. Την έχεις στο νού σου. Μέσα της θα αιωρήσεις φωτογραφίες με πρόσωπα που φωνάζουν-τόσο σιωπηλά- το υλικό θα σκίζεται- οι τοίχοι θα γεμίζουν μικρά -πολύ μικρά κομμάτια του προσώπου - (που φώναζε πιο βουβά)- που φώναζε με όλη την ένταση της σιωπής. Και εγώ θα ακουμπήσω σε έναν τοίχο ήδη γεμάτο από άπειρα διαλυμένα πρόσωπα και θα φανατίζομαι-θα γελάω και θα φωνάζω μαζί με τα χιλιάδες κομμάτια- μέσα στον αέρα- πάνω στον αέρα. Θα γίνομαι γραφή και θα εξιστορώ το τέλος της έκθεσης και την αρχή της διατήρησης των ισορροπιών.

Και σίγουρα όποιος δεν ήταν εκείνη την στιγμή της έκρηξης στη δική σου έκθεση, δε θα ξέρει γιατί μιλώ ή γιατί γράφω ή γιατί εσύ είσαι γεμάτη από άπειρες ασυνάρτητες εικόνες που θυμίζουν πρόσωπο και κραυγή.
Μία μεγαλώνω και μία μικραίνω. 
Αγοράζω παντόφλες -χτυπάω τατουάζ. Δεν μπερδεύομαι με τους γύρω μου γιατί παλιά με είχαν μπερδέψει αυτοί. Αποφασίζω να αλλάξω σπίτι και κλείνομαι ακόμη στο παλιό μου. Ακούω τη σιωπή πιό δυνατά τώρα και αυτό μου αρέσει. Ταξιδεύω στις γραφές των άλλων και αναστενάζω κρυφά τις δικές μου αδυναμίες. 
Και ο καιρός περνάει. 
Να σηκωθώ ή να μείνω ακίνητη?
Δεν σταμάτησα να κοιτώ, μα ξαφνικά δε βλέπω. Δε βλέπω τίποτα. Τίποτα δεν θέλει να το δω. 
Και έτσι ο καιρός περνάει.
Έκλεισα και το ραδιόφωνο. Επαιζε τόσο χαμηλά που μπέρδευε όλους τους ήχους. Μάλλον το έκλεισα δύο ζωές πριν. 
Και τώρα ο καιρός περνάει.
Και σκέφτομαι πού θα με βρεί όταν θα σταματήσει για λίγο. Όταν θα ανάψω πάλι τα φώτα σε ποιό δωμάτιο θα είμαι, και αλλάζω όλα τα δωμάτια. Να μη τα θυμάμαι- 

να νομίζω πως άλλαξαν και αυτά- μαζί με τον καιρό- που όλο αλλάζει και όλο ο ίδιος είναι.
Ορίζεις το χώρο που θα κινηθούμε. Δεν κρατάς το μέτρο μα θυμάσαι όλες τις γωνίες που πλησίασες και μάτωσες. Και λόγω του δικού σου πόνου, λιγοστεύουν οι δικές μου προοπτικές για λίγο παραπάνω αέρα, για λίγο ακόμη όνειρο.


Πονάω γαμώτο.
Για αυτό φεύγω. στην εθνική πετάω τα ρούχα μου 
να ζεσταθεί το σκαρί των ονείρων.
Συνοδηγός μου δεκάδες μπλοκάκια και ένα μελάνι.
Ενα μελάνι για τη ζωή μου.
Στάζει απο ψηλα 
κυλάει μέσα στις ρωγμές του δέρματος
μέσα στις ρωγμές της κάθε σελίδας.
Στην εθνική κλείνουν οι πόροι
και το μελάνι σχηματίζει την ευθεία.
Ξαπλώνω στη γραμμή του δρόμου, πίσω από τα μάτια μου.
Κλείνομαι και τότε ανοίγουν όλοι οι
 δρόμοι.
Θα κάψω το όχημά μου.
Τα δεκάδες μπλοκάκια του.Θα μονολογώ την ιστορία μου-αυτόματη γραφή-έχω την ευθεία μου τώρα. εθνική -και μια ευθεία σαν δρόμος-και εγώ-σαν δρόμος πάνω του και πάνω μου,να χύνω όλο το μελάνι,να γίνομαι σελίδα άγραφη,γεμάτη σκόνη ,γεμάτη ταξίδι.

Σταματάω στα μοτέλ των απόκληρων , των ξεχασμένων- και ζω ξανά - 
για μια φορα- 
μόνο για σήμερα
δε θα κοιμηθώ πουθενά.



ΛΕΓΕ.Να προλάβεις τι; 
Να προλάβεις τους φίλους; Δε σε υπολογίζουν. Δεν σε έχουν ανάγκη.
Σκίσε τη σάρκα σου  για να σε δω.
Και αυτή η ζωή τί θα είναι;
Θα γυρνάς ξανά και ξανά στις σκέψεις και δεν θα μπορείς να τις διαχειρισθείς. Και αυτό θα συμβαίνει κάθε μέρα- κάθε νύχτα. Και θα μεγαλώνεις. Και θα αλλάζεις τόσο λίγο που οι σκέψεις σου θα είναι πάλι αυτές.
Και κάθε λεπτό- κάθε γαμημένο λεπτό, θα αναρωτιέσαι. Τί να προλάβω; Πώς να προλάβω?
Θα ικετεύεις για κάτι άλλο, όλο και πιο πολύ. Κι όσο ικετεύεις- μέσα σου- τόσο θα απομακρύνεσαι- απο αυτό που νόμιζες πως ήταν η ζωή σου, από αυτό που έβλεπες στον ξύπνιο σου και το περνούσες για όνειρο.
Κι ακόμη ένα βράδυ θα αγαπιέσαι λάθος. Θα σε αγαπάς μικρή μου όπως δεν μίσησες κανέναν άλλον. Και θα γίνεσαι. Και θα μάθεις πως σε φωνάζουν οι άλλοι. Και δεν θα ακούς. Τίποτα. Κανέναν. Γιατί θα ακούς μόνο τις σκέψεις σου. Εκείνες . Τις Ιδιες με τότε που ήθελες σαν ηλίθια να προλάβεις. για να μη σε προλάβουν αυτές.
Και θα ζαρώνεις, μέχρι που θα είσαι ίδια με τη θαμπή κουκίδα που νόμιζες για εικόνα όταν ήσουν ακίνητη.

older posts