Θυμάμαι εκείνα τα βράδια με ζωή.

έσκυβα πάνω απ'τα τραγούδια και φώτιζα τόσο δυνατό φως που όλα τα έβλεπα σκιές και ξεγελιόμουν.

Περπάταγα διαφορετικά τότε. Σαν να πλησίαζα κάτι.  Λές και πήγαινα κάπου.
Μίλαγα διαφορετικά τότε. Πιο λίγο. Πολύ πιο λίγο.
Και όταν μίλαγα, τρανταζόταν όλη μου η ανασφάλεια.

Προχωρούσα κρυφά μέσα από τους δρόμους.
Και ενώ ήμουν, φοβόμουν πως δεν θα με δούν.
και μέσα στο σκοτάδι περπάταγα -για να με δούν- αυτοί που έχουν μάθει να ξεχωρίζουν.

Μα κι αυτοί, κρύβονταν - και καμία θέληση να βγούν στο φως δεν είχαν.

Ετσι, τους άφησα εκεί.
Χαμένους για πάντα στις σκιές-με εξασθενημένα μάτια για καθοδήγηση.

Και η ζωή τα βράδια άλλαξε.
Δεν είχα όνειρα- ούτε φως να με τυφλώνει.

Αρχισα δειλά να μιλώ.
Άρχισα να σταματώ στο δρόμο μου, χωρίς να θέλω να προλάβω κάτι.
Βγήκα στους κεντρικούς δρόμους.

Και έτσι- όλοι σταμάτησαν να με βλέπουν-
καθώς σταμάτησα να ξεχωρίζω - μέσα απ'τις σκιές...




.κλεισμένη στην πόλη μου 

με όλα τα βλέφαρα ανοιχτά-

μεσα σε λάθη υπάρχω .



Όλος ο κόσμος κέλυφος

-κι εγώ-

 ανάποδα στραμμένη 

-τον κουβαλώ-

κλεισμένη στον εαυτό μου..



older posts