Τη μια φωνή που επαψε να ψιθυριζει τη θαβω βαθια
εκει που ειμαι
εκεί που χρειαζεται για να με αγγίξει.

(και το βαθια δεν ειναι η γη μου -
μα ο αερας που μεσα -μόλις γεννήθηκα- στο διάδρομο μου εγκλωβίστηκε).




Τί να μου πεις?

αυτα που μίλαγες τα πήραν τα χρόνια
αυτα όλα αυτα που ξαπλωμένοι ονειρευόμασταν γερασαν.
Χαλασαν.
Αυτα και όλα τα άλλα που μου αφηνες τα πρωϊνά που το εσκαγες μαζι με το τελευταίο σκοταδι, παλιωσαν και τωρα πιανουν το χωρο μου.
γεμιζουν τις γωνιες μου με κίτρινο τότε.

Τί να μου πεις?
Χαθηκαμε και οι δύο στο διαφορετικό μας τώρα.



older posts