βρεχει.


Πάνω στις στέγες, είχε πετάξει η μάνα σου τα παλιά παιχνίδια.
Πέρασαν χρόνια.
Μεγάλωσες κι αρχισες να σκαρφαλώνεις.Εφτασες κι είδες για πρώτη φορά από ψηλά το μικρό σας σπίτι (κόσμος ολόκληρος παλιά). Κοίταξες κι αλλου,κοίταξες πίσω.
Ετσι πέρναγαν οι μέρες και οι νύχτες κι ακόμη αλλού να στρέψεις το βλέμμα δεν μπορούσες. 
Και ήρθε η βροχή.
Εκείνη που εσπασε τα κεραμίδια, αυτή που σε άφησε να πατάς στα μουσκεμένα μαδέρια της βάσης σου. Και κρύωσες, φοβήθηκες-και έπαψες πίσω να κοιτάς.Πάνω , ψηλά γύρισες τα ματια και από τότε έμεινες εκεί-για χρόνια , αιώνες -να κοιτάς τα σύννεφα που τρέχουν πάνω από εσένα και τον χαλασμένο σου κόσμο.

 "Είσαι στην άκρη.
Οι φίλοι σου έφυγαν-εσύ έφυγες. 
Βάζεις το χέρι στη τσέπη . Να ανάψεις τσιγάρο,να καθαρίσεις την ομίχλη. Πάντα σου άρεσε -μα δέ σε άφηναν να μπείς μεσα της και τώρα δε σε νοιάζει. Δεν έχεις τσιγάρα. Ισως δεν έψαξες πολύ βαθιά. 
Βγάζεις το χέρι απο την τσέπη και το απλώνεις μπροστά. 
Θυμάσαι ένα ζεστό μεσημέρι -ετρεχε η μηχανή και εσύ συνοδηγός-άπλωνες τα χέρια και ήσουν Θεός. Ησουν.
Κρατάς το χέρι απλώμένο. Κλείνεις τα μάτια. ΔΕν είσαι πια. 
Στέκεσαι στην άκρη. Και είσαι τόσο πολύπλοκα φτιαγμένη που μένεις εκεί. Χωρίς να ξέρεις -αν υπάρχεις-και αν κάποιος έμαθε πόσο διαφορετικά υπήρξες.


Κρίμα δεν είναι που δε σε έμαθαν-μα που δεν είδαν."

older posts